- αραγμός
- ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω]1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος2. τριγμός, τράνταγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀραγμός — clashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμοῖς — ἀραγμός clashing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμοῦ — ἀραγμός clashing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμούς — ἀραγμός clashing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμῶν — ἀραγμός clashing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμόν — ἀραγμός clashing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)